- ἱερόγλωσσος
- ἱερό-γλωσσος, ον,A of prophetic tongue, Epigr. ap. Paus.6.17.6: -γλωσσον, τό, sacred formula, PMag.Berol.2.69.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιερόγλωσσος — η, ο (Α ἱερόγλωσσος, ον) αυτός που έχει ιερή, προφητική γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. ηδύ γλωσσος, χρυσό γλωσσος] … Dictionary of Greek
ἱερογλώσσου — ἱερόγλωσσος of prophetic tongue masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερογλώσσων — ἱερόγλωσσος of prophetic tongue masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας … Dictionary of Greek